- ὑπόθημα
- ὑπόθημαstandneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόθημα — ήματος, τὸ, Α [ὑποτίθημι] 1. βάθρο, βάση («τὸ ὑπόθημα τὸ ὑπὸ τοῑς ποσίν», Παυσ.) 2. υποθήκη, ενέχυρο 3. φρ. «ὑπόθημα κεφαλῆς» το μαξιλάρι (Χαιρήμ.) … Dictionary of Greek
ὑπόθημ' — ὑπόθημα , ὑπόθημα stand neut nom/voc/acc sg ὑ̱πόθημαι , ὑποθέω make a secret attack perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθημάτων — ὑπόθημα stand neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήματα — ὑπόθημα stand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήματος — ὑπόθημα stand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)